- αεροδιαστημικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αέρα (με την έννοια τής ατμόσφαιρας) και στο κοσμικό διάστημα2. (το θηλ. τού επιθ. ως ουσ.) η αεροδιαστημική*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek